- ρακοπότηρο
- το рюмка, стопка (для водки)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ρακοπότηρο — το, Ν μικρό ποτήρι κατάλληλο για ρακή αλλά και για άλλα ηδύποτα … Dictionary of Greek
ρακοπότηρο — το μικρό ποτήρι για ρακί ή άλλα ποτά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νεροπότηρο — το ποτήρι του νερού (πρβλ. κρασοπότηρο, ρακοπότηρο) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)